- ευρωσυναλλάγματα
- τατα ευρωνομίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρω-* + συναλλάγματα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευρω- — α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό ανήκει ή έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) ή, γενικότερα με την Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < euro (πρβλ. euro dollar «ευρω δολάριο») < Europe < ευρώπη. Συνθ.… … Dictionary of Greek